Definitions And Terminology Print
Written by Kamoutsi Eleni   
Monday, 10 January 2011 10:55

Liquidus: Η καμπύλη του διαγράμματος φάσεων, που ορίζει τη θερμοκρασία πάνω από την οποία το κράμα υπάρχει μόνον ως υγρό.

Solidus: Η καμπύλη του διαγράμματος φάσεων, που ορίζει τη θερμοκρασία κάτω από την οποία το κράμα υπάρχει μόνον ως στερεό.

Solvus: Η καμπύλη του διαγράμματος φάσεων, που ορίζει τη θερμοκρασιακή εξάρτηση της στερεάς διαλυτότητας ενός μετάλλου Β στο κρυσταλλικό πλέγμα του Α.

Αθερμικός μετασχηματισμός (athermal transformation): Χαρακτηριστικό του μαρτενσιτικού μετασχηματισμού σύμφωνα με το οποίο ο μαρτενσίτης σχηματίζεται κατά τη συνεχή ψύξη του χάλυβα μεταξύ των θερμοκρασιών Ms και Mf.

Αλλοτροπία (allotropy): Το γεγονός ότι ένα μέταλλο μπορεί να σχηματίζει διαφορετικές κρυσταλλικές δομές.

Αμετάβλητες αντιδράσεις (invariant reactions): Αντιδράσεις σε διμερή συστήματα με μηδέν βαθμούς ελευθερίας, όπου κατά τη διάρκεια της αντιδράσεως συνυπάρχουν τρεις φάσεις σε σταθερή θερμοκρασία και σταθερές χημικές συστάσεις, ενώ μεταβάλλονται τα σχετικά ποσοστά των φάσεων.

Ανακρυστάλλωση (recrystallization): Ο σχηματισμός νέων, ελεύθερων από παραμόρφωση κρυστάλλων (κόκκων) σε ένα ψυχρηλατημένο μέταλλο.

Ανάλυση Matano: Η μεθοδολογία, με την οποία προσδιορίζεται ο συντελεστής ενδοδιαχύσεως από ένα πειραματικό προφίλ συγκεντρώσεως σε ένα ζεύγος διαχύσεως.

Ανάλυση αστοχιών (Failure analysis): οι διαδικασίες ελέγχων για τον προσδιορισμό του αιτίου αστοχίας μιας κατασκευής

Ανάπτυξη κόκκων (grain growth): Αύξηση του μεγέθους των κόκκων με σκοπό την μείωση της συνολικής διεπιφανειακής ενέργειας των συνόρων των κόκκων

Αναρρίχηση (climb): Η αλλαγή επιπέδου ολισθήσεως μιας αταξίας ακμής με προσθήκη ή αφαίρεση ατόμων.

Ανηφορική διάχυση (uphill diffusion): Διάχυση με αρνητικό συντελεστή διαχύσεως. Στην περίπτωση αυτή το συστατικό Α διαχέεται από περιοχές φτωχές σε Α προς περιοχές πλούσιες σε Α.

Ανθρακοχάλυβες (carbon steels): Χάλυβες που περιέχουν μόνον άνθρακα. Η ύπαρξη τυχόν μικροποσοτήτων από άλλα στοιχεία δεν επηρεάζει τη διαμόρφωση της δομής τους.

Ανόπτηση (Annealing): Θερμική κατεργασία με στόχο να μαλακώσει το υλικό και να αυξηθεί η ολκιμότητα και η δυσθραυστότητα

Ανόπτηση (annealing): Το σύνολο των διεργασιών με τις οποίες ένα ψυχρηλατημένο μέταλλο μειώνει την ελεύθερη ενέργειά του.

Ανοχή στη βλάβη (Damage tolerance): εκφράζει την κατάσταση κατά την οποία το υλικό μπορεί να ανέχεται την παρουσία ρωγμών χωρίς να αστοχεί

Αντιφασικά σύνορα (antiphase boundaries): Διεπιφάνειες, που διαχωρίζουν δύο τακτικές περιοχές, όπου δεν τηρείται η τακτική διάταξη των ατόμων.

Απλή ολίσθηση (simple slip): Όταν η ολίσθηση πραγματοποιείται με την ενεργοποίηση μόνο ενός συστήματος ολισθήσεως

Αποθηκευμένη ενέργεια (stored energy): Συνολική ενέργεια των αταξιών και των σημειακών σφαλμάτων δομής που παράγονται κατά την παραμόρφωση ενός μετάλλου.

Αποκατάσταση (recovery): Γενικευμένη αναδιάταξη των αταξιών σε σχηματισμούς χαμηλότερης ενέργειας (π.χ. σύνορα μικρής γωνίας).

Απώλεια συνοχής (coherency loss): Η μετάβαση από διεπιφάνεια συνοχής σε ημισυνοχής κατά την ανάπτυξη των σωματιδίων της νέας φάσεως.

Αριθμός συνδιατάξεως (coordination number): Ο αριθμός των πλησιέστερων γειτόνων ενός ατόμου, που ισαπέχουν από αυτό.

Αταξίες ασυμφωνίας (misfit dislocations): Αταξίες που σχηματίζονται στο διαφασικό όριο και επιτρέπουν τη μερική συνοχή μεταξύ των δύο φάσεων με παράλληλη εξομάλυνση των παραμορφώσεων συνοχής.

Ατμόσφαιρα Cottrell: Συγκέντρωση ατόμων παρεμβολής κάτω από το επιπλέον επίπεδο μιας αταξίας ακμής, που παρεμποδίζει την ολίσθησή της.

Άτομα αυτοπαρεμβολής (self-interstitials): Άτομα του κρυστάλλου, που αντί να βρίσκονται σε κανονική πλεγματική θέση καταλαμβάνουν θέση παρεμβολής.

Αυτοεπαναφορά (autotempering): Επαναφορά που συμβαίνει κατά τη βαφή του χάλυβα, ιδιαίτερα όταν αυτός έχει υψηλή θερμοκρασία Ms.

Βασική ολίσθηση (basal slip): Η ολίσθηση που πραγματοποιείται στο βασικό επίπεδο της εξαγωνικής κυψελίδας των μετάλλων HCP

Βαφή (quenching): Η απότομη ψύξη του χάλυβα από την ωστενιτική περιοχή για τον σχηματισμό μαρτενσίτη.

Βαφή και επαναφορά (quenching and tempering): Η βασική θερμική κατεργασία για την σκλήρυνση των χαλύβων. Περιλαμβάνει ωστενιτοποίηση, βαφή για μαρτενσιτικό μετασχηματισμό του ωστενίτη και επαναφορά του μαρτενσίτη για αύξηση της ολκιμότητας

Βλάβη (Damage): γενικός όρος που αντιστοιχεί σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, δημιουργία και διάδοση ρωγμής σε ένα υλικό.

Βρόχος αταξίας (dislocation loop): Μία κλειστή γραμμή αταξίας με μικτό χαρακτήρα.

Γήρανση (aging): Η θέρμανση ενός κράματος μετά από διαλυτοποίηση και βαφή για την καθίζηση διασποράς φάσεως που προκαλεί την ισχυροποίηση του κράματος.

Γήρανση (aging): Θερμική κατεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται καθίζηση νέας φάσεως από ένα υπέρκορο στερεό διάλυμα

Γραμμές ολισθήσεως (slip lines): Οι απολήξεις κρυσταλλικών επιπέδων σε μία εξωτερική επιφάνεια.

Γραμμική ένταση γραμμοαταξίας (dislocation line tension): Η δύναμη που τείνει να μειώσει το μήκος μιας γραμμοαταξίας

Γραμμοαταξία (dislocation): Γραμμική ατέλεια σ’ ένα κρύσταλλο, που οριοθετεί την περιοχή του κρυστάλλου, που έχει υποστεί ολίσθηση από τον υπόλοιπο κρύσταλλο, που δεν έχει ολισθήσει.

Γραμμοαταξιακός ερπυσμός (Dislocation creep): Ερπυσμός που προκαλείται από ολίσθηση των γραμμοαταξιών

Δενδρίτες (dendrites): Ιδιαίτερη μορφολογία της στερεάς φάσεως με κύρια ανάπτυξη πρωτογενών κλάδων που ακολουθείται από ανάπτυξη δευτερογενών και τριτογενών κλάδων. Στα καθαρά μέταλλα ονομάζονται θερμικοί δενδρίτες, γιατί σχηματίζονται αποκλειστικά από την θερμική υπέρψυξη του υγρού. Στα κράματα οι δενδρίτες σχηματίζονται από την συστασιακή υπέρψυξη.

Δευτερογενής σκλήρυνση (secondary hardening): Η αύξηση της σκληρότητας κατά την επαναφορά των χαλύβων που περιέχουν καρβιδιογόνα στοιχεία (Cr, Mo, W, V). Οφείλεται στην καθίζηση καρβιδίων MxCy, που αντικαθιστούν τον σεμεντίτη.

Διάγραμμα CCT: Διάγραμμα θερμοκρασίας – χρόνου στο οποίο αποτυπώνεται η έναρξη και η λήξη των μετασχηματισμών κατά τη συνεχή ψύξη των χαλύβων.

Διάγραμμα IΤ: Διάγραμμα θερμοκρασίας – χρόνου στο οποίο αποτυπώνεται η έναρξη και η λήξη των ισόθερμων μετασχηματισμών των χαλύβων.

Διακρυσταλλική θραύση (Transgranular fracture): θραύση κατά την οποία η ρωγμή διαδίδεται στο εσωτερικό των κόκκων

Διαλυτοποίηση (solution treatment): Η θέρμανση ενός κράματος πάνω από την καμπύλη solvus για τον σχηματισμό ομογενούς στερεού διαλύματος.

Διάνυσμα Burgers (Burgers vector): Το χαρακτηριστικό διάνυσμα ολισθήσεως μιας αταξίας, που δηλώνει τη διεύθυνση και το μέγεθος ολισθήσεως.

Διάρκεια ζωής σε κόπωση (Fatigue life):ο αριθμός των κύκλων φορτίσεως μέχρι την τελική θραύση

Διασπορά για εκλέπτυνση των κόκκων (grain-refining dispersion): Διασπορά σωματιδίων που προβάλλει αντίσταση στη μετακίνηση των συνόρων των κόκκων, διατηρώντας έτσι μικρό μέγεθος κόκκων στην μικροδομή.

Διαφασικά όρια (interphase boundaries): Διεπιφάνειες που διαχωρίζουν δύο φάσεις με διαφορετική κρυσταλλική δομή και χημική σύσταση.

Διάχυση αντικαταστάσεςως (substitutional diffusion): Μηχανισμός διαχύσεως, σε στερεά διαλύματα αντικαταστάσεως, κατά τον οποίο τα άτομα μετακινούνται σε διπλανές κενές πλεγματικές θέσεις (οπές).

Διάχυση παρεμβολής (interstitial diffusion): Μηχανισμός κατά τον οποίο τα άτομα παρεμβολής μετακινούνται σε διπλανές κενές θέσεις παρεμβολής.

Διαχωρισμός καμπής (spinodal decomposition): Ο διαχωρισμός ενός στερεού διαλύματος σε δύο φάσεις με συνεχή μεταβολή της συστάσεως.

Διδυμιακή παραμόρφωση(twinning): Ομογενής διατμητική παραμόρφωση με τον σχηματισμό δίδυμου κρυστάλλου

Διεπιφανειακή ενέργεια (interfacial energy): Η ενέργεια, που προκύπτει από τη λεπτομερειακή ατομική δομή μιας διεπιφάνειας.

Διεύρυνση σωματιδίων (coarsening): Η αύξηση του μέσου μεγέθους των σωματιδίων (υπό σταθερό ποσοστό φάσεως) για τη μείωση της συνολικής διεπιφανειακής ενέργειας.

Δύναμη ολισθήσεως (glide force): Η δύναμη που προκαλεί την ολίσθηση της αταξίας

Δυσθραυστότητα (Fracture toughness): ιδιότητα του υλικού, που εκφράζει την αντίσταση του υλικού στη διάδοση μιας προϋπάρχουσας ρωγμής.

ε-καρβίδιο (ε-carbide): Καρβίδιο του σιδήρου με σύσταση μεταξύ Fe2.4C και Fe3C που σχηματίζεται κατά την επαναφορά ή γήρανση του χάλυβα σε θερμοκρασία μικρότερη των 200°C.

Εμβαπτότητα (hardenability): Η ευκολία ενός χάλυβα να σχηματίζει μαρτενσίτη κατά την βαφή.

Εμβολιασμός (inoculation): Η προσθήκη στο υγρό διαφόρων ουσιών για το σχηματισμό θέσεων για ετερογενή πυρήνωση του στερεού ή φύτρων με στόχο την εκλέπτυνση της μικροδομής του χυτού.

Εναζώτωση (Nitriding): Ο εμπλουτισμός της επιφάνειας με άζωτο, που οδηγεί στην αύξηση της επιφανειακής σκληρότητας

Ενανθράκωση (carburizing): Ο εμπλουτισμός της επιφάνειας με άνθρακα, που οδηγεί στην αύξηση της επιφανειακής σκληρότητας

Ενδογενής συντελεστής διαχύσεως (Intrinsic diffusion coefficient): Αφορά τη διάχυση αντικαταστάσεως ενός μετάλλου Α μέσα από το κρυσταλλικό πλέγμα ενός άλλου μετάλλου Β.

Ενέργεια ενεργοποιήσεως (activation energy): Η πρόσθετη ενέργεια, που πρέπει να αποκτήσει το σύστημα για να υπερβεί το ενεργειακό φράγμα.

Ενέργεια κλίσεως (gradient energy): Η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας που οφείλεται στην έντονη διαφοροποίηση της συστάσεως στο άμεσο περιβάλλον ενός ατόμου.

Ενθαλπία αναμείξεως (enthalpy of mixing):Η ενέργεια, που εκλύεται ή απορροφάται κατά το σχηματισμό ενός στερεού διαλύματος Α - Β και που προκύπτει από την αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων Α και Β.

Εντοπισμός παραμορφώσεως (strain localization): Αποσταθεροποίηση της πλαστικής ροής, έτσι ώστε από ομοιόμορφη να εντοπίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή του δοκιμίου

Εντροπία (entropy): Καταστατική ιδιότητα ενός συστήματος, που είναι το μέτρο της αταξίας ή τυχαιότητας στο σύστημα.

Εντροπία αναμείξεως (entropy of mixing): Η αύξηση της εντροπίας, που προκύπτει από την ανάμειξη ατόμων Α και Β για τον σχηματισμό στερεού διαλύματος.

Επαναφορά (tempering): Οι μεταβολές στη δομή ενός χάλυβα που προκύπτουν από τη θέρμανσή του μετά τη βαφή. Η επαναφορά προδίδει ολκιμότητα στον χάλυβα με μικρή σχετικά μείωση της σκληρότητας.

Επίδραση Gibbs-Thomson: Η εξάρτηση της ελεύθερης ενέργειας από την ακτίνα καμπυλότητας ενός σωματιδίου.

Επίδραση Kirkendall: Η μακροσκοπική ροή μάζας σε ένα ζεύγος διαχύσεως, που προκύπτει από τη διαφορά των ενδογενών συντελεστών διαχύσεως.

Επίμονες ζώνες ολισθήσεως (Persistent slip bands): ζώνες εντοπισμένης πλαστικής παραμορφώσεως, που σχηματίζονται κατά την κυκλική φόρτιση και συμβάλλουν στην δημιουργία ρωγμής.

Επιφανειακές κατεργασίες (Surface treatments): Κατεργασίες που επηρεάζουν μόνον την επιφάνεια ενός μηχανολογικού στοιχείου

Εργογήρανση (strain aging): Η επανεμφάνιση σημείου ροής μετά από πλαστική παραμόρφωση και θερμική κατεργασία.

Εργοσκλήρυνση (strain hardening): Η αντίσταση ενός μετάλλου στην περαιτέρω παραμόρφωσή του.

Ερπυσμός (Creep): Η χρονικά μεταβαλλόμενη παραμόρφωση υπό σταθερό φορτίο σε υψηλές θερμοκρασίες.

Ερπυσμός Coble: Όταν κατά τον ερπυσμό με διαχυτική ροή, η μεταφορά μάζας πραγματοποιείται με συνοριακή διάχυση

Ερπυσμός Nabarro-Herring: Όταν κατά τον ερπυσμό με διαχυτική ροή, η μεταφορά μάζας πραγματοποιείται με διάχυση όγκου

Ερπυσμός με διαχυτική ροή (Diffusional flow): πλαστική παραμόρφωση που προκαλείται από διαχυτική ροή μάζας μέσα στο υλικό

Ετεροβαθμίδες (jogs): ''Σκαλιά'' στη γραμμή της αταξίας, που βρίσκονται σε άλλο επίπεδο ολισθήσεως με αυτό της αταξίας.

Ετερογενής πυρήνωση (heterogeneous nucleation): Η πυρήνωση που πραγματοποιείται με υποβοήθηση δομικών ατελειών (π.χ. σύνορα κόκκων, αταξίες).

Ευτηκτική θερμοκρασία (eutectic temperature): Η θερμοκρασία, στην οποία πραγματοποιείται η ευτηκτική αντίδραση L = α + β. Στη θερμοκρασία αυτή συνυπάρχουν και οι τρεις φάσεις L, α, β.

Ευτηκτική στερεοποίηση (eutectic solidification): Συνεργατική ανάπτυξη δύο στερεών φάσεων από την υγρή φάση σύμφωνα με την ευτηκτική αντίδραση.

Ευτηκτικό κράμα (eutectic alloy: Ένα κράμα με την ευτηκτική σύσταση ΧΕ το οποίο κατά την ψύξη του στερεοποιείται μέσω της ευτηκτικής αντιδράσεως.

Ευτηκτοειδής χάλυβας (eutectoid steel): ανθρακοχάλυβας με περιεκτικότητα 0.8%κ.β. άνθρακα

Θερμοδυναμική ισορροπία (thermodynamic equilibrium): Κατάσταση όπου το σύστημα ευρίσκεται ταυτόχρονα σε μηχανική, θερμική και χημική ισορροπία.

Θερμοκρασία Ms: Η θερμοκρασία στην οποία ξεκινά ο μαρτενσιτικός μετασχηματισμός, όπου η κινούσα δύναμη αποκτά μια κρίσιμη τιμή για την υπέρβαση του ενεργειακού φράγματος για την πυρήνωση μαρτενσίτη

Θερμοκρασία ανακρυσταλλώσεως: Η θερμοκρασία στην οποία η ανακρυστάλλωση ολοκληρώνεται σε συγκεκριμένο χρόνο (π.χ. 1 ώρα).

Θερμοκρασία μεταβάσεως (Ductile-to-Brittle transition temperature): η θερμοκρασία ή περιοχή θερμοκρασιών όπου το μέταλλο υφίσταται μετάβαση από την όλκιμη στην ψαθυρή θραύση

Θεωρητική αντοχή (theoretical strength): Η αντίσταση στη διάτμηση ενός τέλειου κρυστάλλου.

Θραυστογραφία (Fractography): η εξέταση των επιφανειών θραύσεως σε οπτικό ή ηλεκτρονικό μικροσκόπιο

Ιδανικό διάλυμα (ideal solution): Ένα στερεό διάλυμα με μηδενική ενθαλπία αναμείξεως.

Ιδιοβαθμίδες (kinks): ''Σκαλιά'' στη γραμμή της αταξίας, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ολισθήσεως με αυτό της αταξίας.

Ισοαξονική ζώνη (equiaxed zone): Ανεξάρτητη και τυχαία ανάπτυξη δενδριτικών κρυστάλλων στο κεντρικό τμήμα του χυτού ή των συγκολλήσεων τήξεως.

Ισοτροπία (isotropy): Οι φυσικές και χημικές ιδιότητες ενός στερεού είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση μετρήσεώς τους.

Ισχυροποίηση Orowan: Ισχυροποίηση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των αταξιών με μη-διαπερατά σωματίδια, τα οποία δεν έχουν συνοχή με την μήτρα.

Ισχυροποίηση από σύνορα κόκκων (boundary strengthening): Ισχυροποίηση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των αταξιών με τα σύνορα των κόκκων

Ισχυροποίηση με καθίζηση (precipitation hardening): Ισχυροποίηση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των αταξιών με δεύτερες φάσεις και ενδομεταλλικές ενώσεις

Ισχυροποίηση στερεού διαλύματος (solid solution strengthening): Ισχυροποίηση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των αταξιών με άτομα αντικαταστάσεως ή παρεμβολής

Ισχυροποίηση συνοχής (coherency hardening): Ισχυροποίηση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση των αταξιών με τα τασικά πεδία διαπερατών σωματιδίων που έχουν πλήρη συνοχή με την μήτρα

Κανόνας του μοχλού (lever rule): Ένας νόμος βάσει του οποίου μπορούν να προσδιοριστούν τα ποσοστά των φάσεων, που συνυπάρχουν στην ισορροπία.

Κανόνας των φάσεων του Gibbs (phase rule): Ο νόμος P +F= C +1, που συσχετίζει τον αριθμό των φάσεων P, τον αριθμό των συστατικών C και τους βαθμούς ελευθερίας F του συστήματος.

Κινητική τύπου C (C-curve kinetics): Η συνολική κινητική του μετασχηματισμού (πυρήνωση και ανάπτυξη) σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία.

Κινούσα δύναμη (driving force): Η διαφορά ελεύθερης ενέργειας μεταξύ της τελικής και της αρχικής καταστάσεως του συστήματος.

Κινούσα δύναμη για διάχυση (diving force for diffusion): Η διαφορά ή το gradient του χημικού δυναμικού ενός συστατικού. Τις περισσότερες φορές αντιστοιχεί στο gradient της συγκεντρώσεως του συστατικού.

Κινούσα δύναμη στερεοποιήσεως (solidification driving force): Η διαφορά ελεύθερης ενέργειας μεταξύ της στερεάς και της υγρής φάσεως σε μία θερμοκρασία χαμηλότερη του σημείου τήξεως.

Κιονοειδής ζώνη (columnar zone): Η δομή, που προκύπτει από τη δενδριτική στερεοποίηση, με κατεύθυνση αναπτύξεως παράλληλη στη μέγιστη θερμοκρασιακή κλίση στο υγρό.

Κόπωση (Fatigue): η προοδευτική συσσώρευση βλάβης σε ένα υλικό, που υποβάλλεται σε κυκλική φόρτιση

Κρίσιμη διατμητική τάση (critical shear stress): Η τάση, που απαιτείται για την ενεργοποίηση ενός τουλάχιστον συστήματος ολισθήσεως.

Κρίσιμος συντελεστής εντάσεως των τάσεων (Critical stress intensity factor): η οριακή τιμή του συντελεστή εντάσεως των τάσεων για την οποία έχουμε διάδοση της ρωγμής.

Κρυσταλλική δομή (crystal structure): Διάταξη ατόμων, που εμφανίζει περιοδικότητα στις τρεις διευθύνσεις του χώρου.

Κυκλική εξασθένηση (Cyclic softening):η μείωση του ορίου διαρροής του υλικού που υποβάλλεται σε κυκλική φόρτιση

Κυκλική σκλήρυνση (Cyclic hardening): η αύξηση του ορίου διαρροής του υλικού που υποβάλλεται σε κυκλική φόρτιση

Κυψελίδα (unit cell): Το βασικό δομικό στοιχείο του κρυστάλλου. Η επανάληψή του στις τρεις διευθύνσεις του χώρου δημιουργεί την κρυσταλλική δομή.

Λαμελοειδής δομή (lamellar structure): Συνήθης μορφολογία στερεοποιημένης ευτηκτικής δομής με διαδοχικές λαμέλες των δύο στερεών φάσεων.

Λανθάνουσα θερμότητα τήξεως (latent heat of fusion): Το ποσό θερμότητας, που απαιτείται για την τήξη ενός mol στερεού υπό σταθερή θερμοκρασία.

Μαρτενσιτικός μετασχηματισμός (martensitic transformation): Ο μετασχηματισμός με τρία βασικά χαρακτηριστικά: (α) μετατοπιστικός, (β) μη διαχυτικός, (γ) με κινητική και μορφολογία που καθορίζονται κυρίως από την ενέργεια παραμορφώσεως, η οποία έχει ισχυρή στροφική συνιστώσα (διατμητικές παραμορφώσεις).

Μερικές γραμμοαταξίες (partial dislocations): Γραμμοαταξίες των οποίων το διάνυσμα Burgers είναι μικρότερο από ένα πλεγματικό διάνυσμα.

Μεταβατικές φάσεις (transition phases): φάσεις που σχηματίζονται κατά την γήρανση πριν τον σχηματισμό της φάσεως ισορροπίας, επειδή έχουν μικρότερη ενέργεια ενεργοποιήσεως για πυρήνωση

Μετασχηματισμός τάξεως-αταξίας (Order-disorder transformation): Μετασχηματισμός κατά τον οποίο μία φάση μετατρέπεται από τακτική σε άτακτη και αντίστροφα

Μετατοπιστικός μετασχηματισμός (displacive transformation): Πραγματοποιείται με συνεργατική μετατόπιση ατόμων έτσι ώστε να προκύπτει αντιστοιχία μεταξύ των αρχικών και τελικών πλεγματικών θέσεων.

Μη-καταστρεπτικοί έλεγχοι (Non destructive testing, NDT): οι διαδικασίες ελέγχου για την ανίχνευση ρωγμών και γενικότερα ασυνεχειών στα υλικά

Μηχανική συμπεριφορά (Mechanical behavior): εκφράζει την απόκριση του υλικού στην επιβολή μηχανικών καταπονήσεων

Μικρές κοιλότητες (Dimples): εμφανίζονται στην επιφάνεια θραύσεως και χαρακτηρίζουν την όλκιμη θραύση

Μικροοπές (Voids): σχηματίζονται κατά την πλαστική παραμόρφωση από σωματίδια διασποράς και συντελούν στην δημιουργία και διάδοση της ρωγμής κατά την όλκιμη θραύση.

Μνήμη σχήματος (shape memory effect): Η πλήρης επαναφορά του σχήματος της μητρικής φάσεως με θέρμανση πάνω από την Af και αφού η παραμόρφωση της μητρικής φάσεως πραγματοποιήθηκε με μετατόπιση ολισθήσιμων μαρτενσιτικών διεπιφανειών.

Μπαινίτης (bainite): Η δομή που προκύπτει από μετασχηματισμό του ωστενίτη στη θερμοκρασιακή περιοχή Ms<T<550°C. Διακρίνεται σε άνω και κάτω μπαινίτη.

Μπάντα Lüdders: Ζώνη εντοπισμού της πλαστικής παραμορφώσεως, που σχηματίζεται στο άνω σημείο ροής.

Μπλόκο Lommer-Cottrell: Αλληλεπίδραση αταξιών που προκαλεί την ακινητοποίησή τους

Ολιγοκυκλική κόπωση (Low cycle fatigue): Κόπωση κατά την οποία οι κυκλικές τάσεις προκαλούν πλαστικές παραμορφώσεις. Διάρκεια ζωής < 103-104 κύκλοι.

Ολκιμη θραύση (Ductile fracture): η θραύση που συμβαίνει αφού προηγηθεί σημαντική πλαστική παραμόρφωση

Ομογενής παραμόρφωση πλέγματος (homogeneous lattice deformation): Μία συνεργατική μετατόπιση ατόμων που μετατρέπει ένα πλέγμα Bravais σε ένα άλλο (π.χ. η παραμόρφωση Bain).

Ομογενής πυρήνωση (homogeneous nucleation): Η πυρήνωση της νέας φάσεως, που πραγματοποιείται στο κρυσταλλικό πλέγμα της μητρικής φάσεως χωρίς την βοήθεια δομικών ατελειών.

Οπές (vacancies): Κενές θέσεις στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός μετάλλου.

Όριο διαρκούς αντοχής (Endurance limit): στην πολυκυκλική κόπωση είναι το πλάτος τάσεως κάτω από το οποίο το υλικό εμφανίζει άπειρη διάρκεια ζωής.

Όριο διαρροής (yield stress): Η τάση στην οποία ξεκινά γενικευμένη πλαστική παραμόρφωση ενός πολυκρυσταλλικού μετάλλου

Ουρά αταξιών (dislocation pile-up): Συσσώρευση μιας σειράς αταξιών σε ένα σύνορο κόκκου

Παράγοντας Schmid: Εκφράζει τον προσανατολισμό του συστήματος ολισθήσεως προς την επιβαλλόμενη τάση.

Παράγοντας Taylor: Συσχετίζει την εφαρμοζόμενη εφελκυστική τάση με την διατμητική τάση στα ενεργά συστήματα ολισθήσεως. Επίσης συσχετίζει το όριο διαρροής ενός πολυκρυστάλλου σε εφελκυσμό με την κρίσιμη ανηγμένη διατμητική τάση ενός μονοκρυστάλλου.

Παραμένων ωστενίτης (retained austenite): Ο ωστενίτης που δεν μετασχηματίζεται σε μαρτενσίτη κατά τη βαφή ενός χάλυβα.

Παράμετρος πλέγματος (lattice parameter): Το μήκος της ακμής της κυψελίδας μιας κρυσταλλικής δομής.

Παραμορφώσεις μεταβολής όγκου (dilatational strains): Προκαλούνται από τη διαφορά όγκου ή μέτρου ελαστικότητας μεταξύ των δύο φάσεων.

Παραμορφώσεις συνοχής (coherency strains): Παραμορφώσεις που οφείλονται στην ασυμφωνία των πλεγμάτων δύο φάσεων όταν αυτές διαχωρίζονται από διαφασικό όριο συνοχής.

Παραμόρφωση αμετάβλητου επιπέδου (invariant-plane strain, IPS): Παραμόρφωση κατά την οποία ένα επίπεδο του πλέγματος παραμένει αμετάβλητο, δηλαδή δεν παραμορφώνεται και δεν περιστρέφεται κατά τον μετασχηματισμό (πάγιο επίπεδο).

Παραμόρφωση αμετάβλητου πλέγματος (lattice-invariant deformation): Συμπληρωματική παραμόρφωση για την χαλάρωση της ενέργειας παραμορφώσεως που προέρχεται από την ομογενή παραμόρφωση πλέγματος.

Παραμόρφωση μορφής (shape deformation): Η συνολική παραμόρφωση που συνοδεύει τον μαρτενσιτικό μετασχηματισμό.

Παραμόρφωση συνοχής (coherency strain): Οι παραμορφώσεις που προκύπτουν από τη διατήρηση πλήρους συνοχής μεταξύ δύο πλεγμάτων στο διαφασικό όριο.

Περιεχόμενο αταξιών συνόρου (dislocation content of a boundary): Το συνολικό διάνυσμα Burgers των αταξιών, που συμμετέχουν στην ατομική σύνταξη στο σύνορο.

Περικρυσταλλική θραύση (Intergranular fracture): θραύση κατά την οποία η ρωγμή διαδίδεται στα όρια των κόκκων

Περλίτης (pearlite): μίγμα φάσεων φερρίτη και σεμεντίτη, προϊόν της ευτηκτοειδούς αντιδράσεως

Πλαστικότητα μετασχηματισμού (transformation-induced plasticity, TRIP): Η λειτουργία του μαρτενσιτικού μετασχηματισμού ως μηχανισμού παραμορφώσεως.

Πλαστικότητα μικρής κλίμακας (Small scale yielding): κατάσταση κατά την οποία το μέγεθος της πλαστικής ζώνης είναι πολύ μικρότερο από την ρωγμή και τις υπόλοιπες διαστάσεις του δοκιμίου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ισχύ της γραμμικής θεωρίας θραύσεως.

Πλέγμα (lattice): Γεωμετρική αντιπροσώπευση της κρυσταλλικής δομής με ένα δίκτυο σημείων στο χώρο.

Πλέγμα ταυτόσημων θέσεων (coincidence site lattice, CSL): Το πλέγμα, του οποίου κόμβοι είναι τα σημεία ταυτίσεως των πλεγμάτων των δύο κόκκων.

Πλεγματική αντίσταση (lattice resistance): Η αντίσταση που προβάλλει το τέλειο κρυσταλλικό πλέγμα στην ολίσθηση των αταξιών.

Πλήρεις γραμμοαταξίες ( perfect dislocations): Γραμμοαταξίες των οποίων το διάνυσμα Burgers είναι ένα πλήρες πλεγματικό διάνυσμα.

Πλήρης στερεά διαλυτότητα (complete solid solubility): Παρουσιάζεται σε ένα διμερές σύστημα με αρνητική ελεύθερη ενέργεια αναμείξεως για όλες τις συστάσεις.

Πολλαπλασιασμός αταξιών: Η αύξηση της πυκνότητας των αταξιών με την πλαστική παραμόρφωση μέσω ενεργοποιήσεως πηγών αταξιών (π.χ. πηγές Frank-Reed).

Πολλαπλή ολίσθηση (multiple slip): Ταυτόχρονη ενεργοποίηση πολλών συστημάτων ολισθήσεως

Πολυκυκλική κόπωση (High cycle fatigue): Κόπωση κατά την οποία οι κυκλικές τάσεις προκαλούν κυρίως ελαστικές παραμορφώσεις. Διάρκεια ζωής > 103-104 κύκλοι.

Πρισματική ολίσθηση (prismatic slip): Η ολίσθηση που πραγματοποιείται στο επίπεδο (100) του HCP

Προβλήματα διαχύσεως με κινούμενο σύνορο (Moving boundary problems): Διάχυση με ταυτόχρονη μετακίνηση της διεπιφάνειας ή του διαφασικού συνόρου.

Προευτηκτοειδής φερρίτης (proeutectoid ferrite): Ο φερρίτης που σχηματίζεται κατά την ψύξη ενός υποευτηκτοειδούς χάλυβα μεταξύ των θερμοκρασιών Α3 και Α1.

Πυκνή διεύθυνση (close packed direction): Διεύθυνση της κρυσταλλικής δομής με διαδοχική επαφή των ατόμων.

Πυκνότητα αταξιών (dislocation density): Το μήκος γραμμής αταξιών ανά μονάδα όγκου του κρυστάλλου.

Πυρήνωση (nucleation): Ο σχηματισμός πυρήνων της νέας φάσεως σε ένα μετασχηματισμό.

Ρυθμιστικό βήμα (rate-limiting step): Το βήμα ή η αντίδραση με τη χαμηλότερη ταχύτητα σε μία διεργασία που αποτελείται από μία σειρά αντιδράσεων.

Ρωγμές βαφής (quench cracks): Μικρορωγμές που σχηματίζονται κατά την βαφή σε δραστικά μέσα βαφής

Σεμεντίτης (cementite): Το καρβίδιο του σιδήρου Fe3C με ορθορομβική δομή.

Σημείο ροής (yield point): Η εντοπισμένη και ετερογενής μετάβαση από την ελαστική στην πλαστική περιοχή με την εμφάνιση άνω και κάτω σημείου ροής.

Σταθεροποιητές-α (ferrite stabilizers): Κραματικά στοιχεία (Si, Al, Be, P, V, Cr, Ti, Mo, W) που σταθεροποιούν τον φερρίτη και σχηματίζουν ωστενιτικό βρόχο στο διάγραμμα φάσεων.

Σταθεροποιητές-γ (austenite stabilizers): Κραματικά στοιχεία (Ni, Mn) που σταθεροποιούν τον ωστενίτη και σχηματίζουν ανοικτό ωστενιτικό πεδίο στο διάγραμμα φάσεων.

Σταυρολίσθηση (cross slip): Η αλλαγή επιπέδου ολισθήσεως μιας αταξίας έλικα.

Στερεό διάλυμα αντικαταστάσεως (substitutional solid solution): Το στερεό διάλυμα μετάλλων Α–Β, που δημιουργείται από αντικατάσταση ατόμων Α από άτομα Β στην κρυσταλλική δομή του Α.

Στερεό διάλυμα παρεμβολής (interstitial solid solution): Το στερεό διάλυμα Α–Β, που δημιουργείται από την τοποθέτηση των ατόμων Β σε θέσεις παρεμβολής στο κρυσταλλικό πλέγμα του Α.

Στερεοποίηση (solidification): Μετασχηματισμός φάσεων, κατά τον οποίο η υγρή φάση μετατρέπεται σε στερεά ή μίγμα στερεών φάσεων.

Συμβατικό όριο διαρκούς αντοχής (Endurance limit): σε υλικά που δεν εμφανίζουν διακριτό όριο διαρκούς αντοχής είναι το πλάτος τάσεως για συγκεκριμένη διάρκεια ζωής (π.χ.107) κύκλους.

Σύνορα κόκκων (grain boundaries): Διεπιφάνειες, που διαχωρίζουν τμήματα ενός κρυστάλλου με την ίδια κρυσταλλική δομή αλλά διαφορετικό προσανατολισμό.

Συνοριακή διάχυση (grain boundary diffusion): Διάχυση κατά την οποία η μετακίνηση των ατόμων πραγματοποιείται μέσω των συνόρων των κόκκων.

Σύνορο κλίσεως (tilt boundary): Σύνορο κόκκων που προκύπτει από την περιστροφή δύο κρυστάλλων γύρω από άξονα παράλληλο προς το σύνορο.

Σύνορο μεγάλης γωνίας (high-angle boundary): Σύνορο κόκκων με γωνία διαφοράς προσανατολισμού μεγαλύτερη των 15ο

Σύνορο μικρής γωνίας (low-angle boundary): Σύνορο κόκκων με γωνία διαφοράς προσανατολισμού μικρότερη των 15ο

Σύνορο στροφής (twist boundary): Σύνορο κόκκων που προκύπτει από περιστροφή δύο κρυστάλλων γύρω από άξονα κάθετο προς το σύνορο.

Συντελεστής ατομικής πληρώσεως (atomic packing factor): Ο λόγος του όγκου των ατόμων, που ανήκουν σε μια κυψελίδα προς τον όγκο της κυψελίδας.

Συντελεστής διαχύσεως (diffusion coefficient): Η σταθερά αναλογίας στον 1ο νόμο του Fick, που συσχετίζει τη ροή του συστατικού, που διαχέεται με το gradient συγκεντρώσεως. Εκφράζει την ταχύτητα διαχύσεως και εξαρτάται από τη θερμοκρασία και τη συγκέντρωση του συστατικού.

Συντελεστής ενδοδιαχύσεως (Interdiffusion coefficient): Αφορά τη διάχυση σε ένα στερεό διάλυμα αντικαταστάσεως Α - Β παρουσία ενός gradient συγκεντρώσεως.

Συντελεστής εντάσεως των τάσεων (Stress intensity factor): η παράμετρος που περιγράφει το τασικό πεδίο μπροστά από την αιχμή μιας ρωγμής.

Συστασιακή υπέρψυξη (constitutional supercooling): Συνθήκη, κατά την οποία η θερμοκρασία του υγρού πέφτει κάτω από την liquidus παρά το γεγονός ότι η θερμοκρασιακή κλίση στο υγρό παραμένει θετική. Η συστασιακή υπέρψυξη οφείλεται στη συγκέντρωση κραματικών στοιχείων μπροστά από τη διεπιφάνεια στερεού/ υγρού.

Συστατικά (components): Τα στοιχεία ή οι χημικές ενώσεις, που απαρτίζουν το σύστημα.

Σύστημα ολισθήσεως (slip system): Συνίσταται από το επίπεδο και τη διεύθυνση ολισθήσεως.

Σφάλμα στοιβάσματος (stacking fault): Η παρεμβολή στο στοίβασμα ABCABC… των επάλληλων πυκνών επιπέδων στο FCC, σειράς επάλληλων επιπέδων με δομή HCP. Προκύπτει από την διάσπαση μιας πλήρους αταξίας σε μερικές αταξίες στο FCC.

Σχέση προσανατολισμού (orientation relationship): Η σχέση μεταξύ κρυσταλλικών επιπέδων και διευθύνσεων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής φάσεως σε ένα μετασχηματισμό.

Σχήμα Wulff: Το εξωτερικό σχήμα ισορροπίας ενός κρυστάλλου, που συνήθως είναι ένα πολύεδρο που ελαχιστοποιεί την συνολική επιφανειακή ενέργεια.

Σχισμός (Cleavage): ο διαχωρισμός του υλικού κατά μήκος κρυσταλλογραφικών επιπέδων με την διάσπαση των αντίστοιχων ατομικών δεσμών.

Τάση Peierls - Nabarro: Η τάση που απαιτείται για την υπέρβαση της αντιστάσεως του κρυσταλλικού πλέγματος στην ολίσθηση των αταξιών.

Τάση Peierls-Nabarro: Η τάση που απαιτείται για την υπέρβαση της πλεγματικής αντιστάσεως.

Τοπική θερμοδυναμική ισορροπία (local thermodynamic equilibrium): Όταν σε μία διεπιφάνεια οι συστάσεις των δύο φάσεων είναι οι συστάσεις ισορροπίας σε μία δεδομένη θερμοκρασία.

Τροποποίηση (modification): Μεταβολή της μορφολογίας της ευτηκτικής δομής με την προσθήκη διάφορων στοιχείων (π.χ Na, Sr, Sb στα κράματα Al-Si) στο υγρό.

Υπεργήρανση(overaging): Η μείωση της σκληρότητας κατά τη γήρανση που οφείλεται στη διεύρυνση της διασποράς.

Υπερευτηκτικό κράμα (hypereutectic alloy): Ένα κράμα με σύσταση μεγαλύτερη της ευτηκτικής.

Υπερευτηκτοειδής χάλυβας (hypereutectoid steel): ανθρακοχάλυβας με περιεκτικότητα μεγαλύτερη από 0.8%κ.β. άνθρακα

Υπέρψυξη (supercooling): Η μείωση της θερμοκρασίας κατά ΔΤ κάτω από το σημείο τήξεως καθαρού μετάλλου ή τη θερμοκρασία liquidus του κράματος.

Υποευτηκτικό κράμα (hypoeutectic alloy): Ένα κράμα με σύσταση μικρότερη της ευτηκτικής.

Υποευτηκτοειδής χάλυβας (hypoeutectoid steel): ανθρακοχάλυβας με περιεκτικότητα μικρότερη από 0.8%κ.β. άνθρακα

Υφή ανακρυσταλλώσεως (recrystallization texture): Μονομερής ανάπτυξη κόκκων με συγκεκριμένο προσανατολισμό κατά την ανακρυστάλλωση ενός μετάλλου

Υφή παραμορφώσεως (deformation texture): Η ανάπτυξη προτιμητέων προσανατολισμών των κόκκων κατά την παραμόρφωση ενός μετάλλου

Φάση (phase): Διακριτό μέρος του συστήματος με ομοιογενή χημική σύσταση και ιδιότητες. Τα στερεά διαλύματα και οι ενδομεταλλικές ενώσεις είναι φάσεις.

Φερρίτης (ferrite): Το στερεό διάλυμα α-Fe με άνθρακα

Χαρακτηριστικό διάστημα διαχύσεως (net diffusion distance): Ισούται με √Dt και εκφράζει την "καθαρή" απόσταση στην οποία μετακινείται ένα συστατικό σε χρόνο t .

Χάσμα διαλυτότητας (miscibility gap): Περιοχή του διμερούς διαγράμματος φάσεων Α – Β, όπου μία φάση α με θετική ενθαλπία αναμείξεως διαχωρίζεται σε δύο στερεές φάσεις α1 και α2.

Χημικό δυναμικό (chemical potential): Είναι η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας μιας φάσεως με την προσθήκη μιας πολύ μικρής ποσότητας του συστατικού υπό σταθερή θερμοκρασία, πίεση και χημική σύσταση της φάσεως.

Ψαθυρή θραύση (Brittle fracture): η θραύση που συμβαίνει χωρίς να προηγηθεί πλαστική παραμόρφωση

Ψευδοελαστικότητα (pseudoelasticity): Μεγάλες παραμορφώσεις που προκαλούνται από τη λειτουργία του μαρτενσιτικού μετασχηματισμού και που ανακτώνται πλήρως λόγω της ελαστικής προσαρμογής.

Ψυχρή ζώνη (chill zone): Η πρώτη ζώνη στερεοποιήσεως του μετάλλου, που έρχεται σε επαφή με το ψυχρό τοίχωμα του καλουπιού. Αποτελείται από πολλούς και μικρούς κρυστάλλους λόγω της μεγάλης ταχύτητας πυρηνώσεως.

Ψυχρό έργο (cold work): Η ενέργεια που αποθηκεύεται κατά την ψυχρηλασία ενός μετάλλου (βλ. αποθηκευμένη ενέργεια)

Ωστενίτης (austenite): Το στερεό διάλυμα γ-Fe με άνθρακα

Ωστενιτοποίηση (Austenitizing): Θερμική κατεργασία που περιλαμβάνει θέρμανση του χάλυβα πάνω από την θερμοκρασία Α3 για την μετατροπή του χάλυβα σε ωστενίτη

 

Last Updated on Monday, 10 January 2011 11:51